- αυτοθιγενής
- ης, ες происшедший, образовавшийся на данном месте;
αυτοθιγενής σεισμός — землетрясение в самом, эпицентре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοθιγενής σεισμός — землетрясение в самом, эпицентре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοθιγενής — ές αυτός που προέρχεται από το σημείο ακριβώς στο οποίο παρουσιάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερη λόγια σύνθετη λ. < αυτόθι + γενής < γένος < γίγνομαι («αυτοθιγενείς σεισμοί») πρβλ. αυθιγενής] … Dictionary of Greek